- ἴσχυσεν
- смогласмог смог он
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἴσχυσεν — ἴ̱σχῡσεν , ἰσχύω to be strong aor ind act 3rd sg ἴσχῡσεν , ἰσχύω to be strong aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)